- ἀκουόμενος
- ἀκούωhearpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLYMENUS Pluto dicitur — quam ob causam Erymologi Auctor docet. Clymenus, inquit, proprium nomen Herois παρὰ τὸ κλύω, τὸ δοξάζω. Subdit, Ε῎ςτι καὶ ἐπίθετον ᾅδου, τουτέςτιν ὁ πάντα καλῶν εἰς ἑαυτὸν, ἢ ὁ ὑπὲρ πάντων ἀκουόμενος. Antholog. l. 3. Εἰς Ο᾿ρφέα. Ο῝ς καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek